λουκιλία

λουκιλία
η
ζωολ. βλ. λουσιλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουσίλια — (Lucilia). Γένος μεγάλων δίπτερων εντόμων της οικογένειας των καλλιφοριδών. Οι λ. έχουν έντονο μεταλλικό –μαύρο, μπλε ή πράσινο– χρώμα. Το πιο κοινό είδος είναι η Lusilia caesar, συγγενές με την πράσινη μύγα, που μερικές φορές μπαίνει στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”